τοξικολόγος

τοξικολόγος
ο, η, Ν
επιστήμονας ειδικευμένος στην τοξικολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicologist < τοξικόν (βλ. λ. τοξικός) + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Α. Δ. Καλλιβωκά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τοξικολόγος — ο, η γιατρός που καταγίνεται με την τοξικολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”